- πυκιναί
- πυκινόςfem nom/voc plπυκνόςclosefem nom/voc pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυκίν' — πυκινά , πυκινός neut nom/voc/acc pl πυκινά̱ , πυκινός fem nom/voc/acc dual πυκινά̱ , πυκινός fem nom/voc sg (doric aeolic) πυκινέ , πυκινός masc voc sg πυκιναί , πυκινός fem nom/voc pl πυκινά , πυκνός close neut nom/voc/acc pl (epic) πυκινά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνυμαι — κίννυμαι (Α) βλ. κίνυμαι. κίνυμαι και κίννυμαι (Α) κινούμαι, πορεύομαι («ἐς πόλεμον πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κινῶ] … Dictionary of Greek
μελεδών — και μεληδών, ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α) 1. μελέτη 2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.) 3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν»,… … Dictionary of Greek
τάρφος — εος και ους, τὸ, Α (ποιητ. τ.) πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το σιγμόληκτο ουδ. τάρφος, που μαρτυρείται στον πληθ. τάρφεα, τάρφεσι, όσο και το επίθ. ταρφύς (πρβλ. κρατύς: κράτος, ταχύς: τάχος) είναι αρχαϊκοί τ. που ανάγονται στη συνεσταλμένη… … Dictionary of Greek